πιάτσα, η, ουσ. [<ιταλ. piazza <λατιν. platea <αρχ. ελλ. επίθ. πλατεῖα (ὁδός)]. 1. (γενικά) η αγορά, το παζάρι, το εμπορικό κέντρο, όπου ασκούνται διάφορες εμπορικές δραστηριότητες, όπου γίνεται το αλισβερίσι, το νταραβέρι, όπου διακινείται το χρήμα: «τον τελευταίο καιρό δεν υπάρχει καθόλου κίνηση στην πιάτσα». (Λαϊκό τραγούδι: στην πιάτσα που μεγάλωσα όλοι μ’ έχουν θαυμάξει, γιατ’ είμαι μάγκας έξυπνος και σ’ όλα μου εντάξει). 2. το σύνολο των ατόμων ή των συντεχνιών που κινούνται και συναλλάσσονται σε έναν εμπορικό ή επαγγελματικό χώρο: «είναι χρόνια έμπορος κι είναι γνωστός σ’ όλη την πιάτσα». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε αλάνια, διαλεχτά παιδιά μέσα στην πιάτσα και δεν την τρομάζουν οι φουρτούνες τη δική μας ράτσα). 3. μόνιμος χώρος όπου σταθμεύουν ταξί, αυτοκίνητα ή τρίκυκλα μεταφορών: «στην πιάτσα της οδού Μητροπόλεως δεν υπήρχε κανένα ταξί || θέλει να μεταφέρει ένα ψυγείο στο σπίτι του και πήγε στην πιάτσα να βρει κανένα τρίκυκλο». (Λαϊκό τραγούδι: αν είστε φίλοι, βρέστε μου τους πρώτους μπουζουξήδες κι από την πιάτσα φέρτε μου όλους τους ταξιτζήδες).4. συγκεκριμένος χώρος της πόλης όπου είναι συγκεντρωμένη μια τάξη επαγγελματιών ή εμπόρων, όπου ασκούν το επάγγελμά τους: «πιάτσα των χοντρεμπόρων || πιάτσα των χρυσοχόων || πιάτσα των ηλεκτρολόγων || πιάτσα των μπογιατζήδων κ. ά.». 5. (για γυναίκες, ομοφυλόφιλους ή τραβεστί) συγκεκριμένος χώρος της πόλης όπου συχνάζουν για τη συγκεκριμένη συναλλαγή τους: «στην οδό Πολυτεχνείου ήταν για ένα μεγάλο διάστημα η πιάτσα των τραβεστί». (Τραγούδι: μόνη είμαι μέσ’ στο κρύο, γύρω μου όλο φαντάροι, νοσταλγώ το Δημαρχείο και την πιάτσα του Βαρδάρη). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- άνθρωπος της πιάτσας, βλ. λ. άνθρωπος·
- βγάζω στην πιάτσα, οδηγώ γυναίκα στην πορνεία: «στην αρχή έκανε τον ερωτευμένο μαζί της, μέχρι που την έβγαλε στην πιάτσα»· βλ. και φρ. ρίχνω στην πιάτσα·
- βγαίνω στην πιάτσα, α. αρχίζω να ασχολούμαι με τον κόσμο της αγοράς, αρχίζω να κερδίζω μοναχός μου τη ζωή μου: «αυτός είδε και γνώρισε πολλά, γιατί από μικρός βγήκε στην πιάτσα». β. (για γυναίκες) πορνεύομαι, κάνω πεζοδρόμιο: «επειδή την καταπίεζε ο πατέρας της, έφυγε απ’ το σπίτι της και βγήκε στην πιάτσα»·
- η γλώσσα της πιάτσας, η γλώσσα του απλού λαού, που έχει καθιερωθεί για να συνεννοείται και να συναλλάσσεται στις διάφορες καθημερινές εμπορικές δραστηριότητές του μέσα στο χώρο του εμπορικού κέντρου, της αγοράς: «πρέπει να μάθεις τη γλώσσα της πιάτσας, για να κάνεις αλισβερίσι μ’ έναν άνθρωπο της αγοράς, γιατί αλλιώς μπορεί να τα κάνεις θάλασσα»· βλ. και φρ. η γλώσσα της μαγκιάς, λ. μαγκιά·   
- η τιμή της πιάτσας, βλ. λ. τιμή·
- κάνω πιάτσα, α. συχνάζω: «για πες μου, πού κάνεις πιάτσα, για να σε βρω, αν τύχει και ποτέ σε χρειαστώ;». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξέρω ο Θεός πού κάνει πιάτσα να πάω να ξομολογηθώ τις μπόρες, τα ξενύχτια, τα στραπάτσα που τράβηξα γιατί σε αγαπώ). β. συχνάζω σε κάποιο συγκεκριμένο μέρος ως επαγγελματίας: «πού κάνεις πιάτσα, αν τύχει και σε χρειαστώ για τη μεταφορά;». (Λαϊκό τραγούδι: ήταν Βικτώρια τ’ αμάξι του Τσαλίκη κι έκανε πιάτσα στου Γιαννάκη τη γωνιά, με το ημίψηλο και με το καμουτσίκι τονε θαυμάζανε στην κάθε γειτονιά).γ. (για γυναίκες, ομοφυλόφιλους ή τραβεστί) εκδίδομαι: «έκανε πιάτσα πολλά χρόνια, μέχρι που βρήκε έναν και τον παντρεύτηκε, κι έγινε κυρία»·
- κυκλοφορεί στην πιάτσα, α.εμφανίζεται, επιδεικνύεται στα γνωστά στέκια: «τον τελευταίο καιρό κυκλοφορεί στην πιάτσα με μια θεογκόμενα || απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, δεν κυκλοφορεί στην πιάτσα». β. διαδίδεται, φημολογείται: «κυκλοφορεί στην πιάτσα πως θα γίνει ανασχηματισμός». γ. (για προϊόντα) διατίθεται στα μαγαζιά: «ξέρεις αν κυκλοφορεί στην πιάτσα αυτό το είδος;»·
- παιδιά της πιάτσας, βλ. λ. παιδί·
- ρίχνω στην πιάτσα, προωθώ, δειγματίζω στην αγορά εμπόρευμα για πώληση: «απ’ τη μέρα που έριξε στην πιάτσα αυτό το είδος, χέστηκε στις παραγγελίες»·
- συμμορφώσου με την πιάτσα, (συμβουλευτικά ή προτρεπτικά) ακολούθησε τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς με τον περίγυρο στον οποίο κινείσαι: «συμμορφώσου με την πιάτσα κι αυτά που ήξερες αλλού να τα ξεχάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: κόψε τώρα τους νταλκάδες κι άφησε τα πονηρά, συμμορφώσου με την πιάτσα, μη με βάλεις σε μπελά
- χάθηκε απ’ την πιάτσα, δεν εμφανίζεται στα γνωστά μέρη, όπου εμφανιζόταν, όπου σύχναζε. (Λαϊκό τραγούδι: ως και ο γάτος έβγαλε τη γάτα στην ταράτσα, και μοναχά εμείς οι δυο χαθήκαμε απ’ την πιάτσα
- χαλώ την πιάτσα, α. ενεργώ διαφορετικά από τα καθιερωμένα μιας ομάδας, μέσα στην οποία κινούμαι και εγώ, και βλάπτω τα συμφέροντά μας: «μην ξαναφέρεις τη γυναίκα σου μαζί μας στα μπουζούκια, γιατί χαλάς την πιάτσα και θα θέλουν κι οι δικές μας || μην αργείς το πρωί στη δουλειά σου, γιατί χαλάς την πιάτσα και θ’ αρχίσουν κι οι άλλοι να ’ρχονται αργοπορημένοι». β. πουλώ φθηνότερα, κάνω αθέμιτο ανταγωνισμό: «πουλάει φθηνότερα και χαλάει την πιάτσα».